Γνώρισε το νησί της Σύμης
Εξερεύνησε
Αξιοθέατα
Φωτογραφίες
Ιστορική Αναδρομή
Η Σύμη είναι ένα βραχώδες νησί βορειοανατολικά της Ρόδου, στον βαθύ κόλπο της Δωρίδος που σχηματίζει η μικρασιατική ακτή ανάμεσα στις χερσονήσους της Τραχείας και της Κνίδου. Αναπόσπαστο τμήμα της αποτελούν οι μικρές νησίδες που την περιβάλλουν, όπως η Νύμος, το Σεσκλί ή Τευτλούσα και οι Διαβατές. Το όνομά της το οφείλει στη μυθική κόρη του Ιάλυσου και της Δωτίδος, την οποία έκλεψε ο Γλαύκος και έφερε στο έρημο νησί. Εκτός από την ονομασία «Σύμη», παραδίδονται ακόμη τα ονόματα «Μεταποντίς» και «Αίγλη».
Η θέση του νησιού κοντά στη μικρασιατική ακτή και τα απάνεμα λιμάνια της, που προσέφεραν ασφαλή αγκυροβόλια, ευνόησαν τα θαλασσινά ταξίδια ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Η Τελική Νεολιθική και η μετάβασή της στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (4η χιλιετία π.Χ.) είναι οι παλαιότερες περίοδοι που τεκμηριώνονται αρχαιολογικά. Στη Μέση και Ύστερη Χαλκοκρατία (2η χιλιετία π.Χ) τα τεκμήρια κατοίκησης πληθαίνουν και παραπέμπουν σε έντονες μινωικές επιρροές, ενώ αργότερα η Σύμη συνδέεται με τη μυκηναϊκή Ελλάδα (12ος – 11ος αι. π.Χ.), όπως υποδεικνύουν τα ευρήματα αλλά και η Ομηρική παράδοση με την αναφορά στη συμμετοχή του μυθικού βασιλιά της Νιρέα με τρία πλοία στον Τρωικό πόλεμο. Οι πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι, κατά τους οποίους αναφέρεται ότι το νησί αποικίστηκε από Δωριείς, τεκμηριώνονται από ελάχιστα ευρήματα. Τον 5ο αι. π.Χ., μετά τα Περσικά, η Σύμη συμμετέχει στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει στην ανέγερση τροπαίου από τους Σπαρτιάτες για τη νίκη τους σε ναυμαχία κατά των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (412/411 π.Χ.). Στα μέσα περίπου του 4ου αιώνα π.Χ. εικάζεται πως η Σύμη είχε ενσωματωθεί στο ενιαίο ροδιακό κράτος.
Η αρχαία πόλη της Σύμης βρισκόταν στην ίδια θέση με τη σύγχρονη, όπως τεκμηριώνουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα. Ταυτόχρονα με τον κυρίως οικισμό μεγάλη ανάπτυξη γνωρίζουν, ιδίως από τα ελληνιστικά χρόνια, ο Νημποριός και το Πέδι. Η υπόλοιπη ύπαιθρος είναι κατάσπαρτη από λείψανα αρχαίων κτισμάτων αγροτικού και στρατιωτικού χαρακτήρα.
Μετά τη δημιουργία του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους και τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, στις αρχές του 4ου αιώνα μ.Χ., η Σύμη υπάγεται στην «Επαρχία των Νήσων». Κτηριακά κατάλοιπα που έχουν εντοπιστεί στο νησί τεκμηριώνουν την ύπαρξη χριστιανικών κοινοτήτων από τον 5ο – 6ο αιώνα μ.Χ. Τον 8ο αιώνα, η Σύμη, μαζί με τη Χάλκη, το Καστελλόριζο και τη Ρόδο, συμπεριλαμβάνεται στο «θέμα των Καραβησιανών», που μετονομάστηκε σε «θέμα Κιβυρραιωτών». Μέχρι τον 12ο αιώνα τα νησιά αυτού του θέματος αποτελούσαν τη βάση του βυζαντινού ναυτικού στην ανατολική Μεσόγειο. Με την κατάληψη, όμως, της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Σύμη περιήλθε στην εξουσία του Λέοντα Γαβαλά και του αδελφού του Ιωάννη, ενώ από το 1250 έως τις αρχές του 14ου αιώνα γνώρισε διάφορους κατακτητές. Το 1309 το τάγμα των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ κατέλαβε τη Ρόδο και τα υπόλοιπα νησιά, εκτός από την Κάρπαθο και την Κάσο, έως το 1522, οπότε τους διαδέχθηκαν οι Οθωμανοί κατακτητές. Μετά την κατάληψη του νησιού από του Οθωμανούς, οι Συμιακοί με δική τους πρωτοβουλία εξασφάλισαν αξιόλογα προνόμια. Κατά τον 16ο – 17ο αιώνα, οι Συμιακοί, για να προστατεύσουν τον στόλο τους από τους πειρατές, κατέβαλαν φόρο στην Ενετική Διοίκηση της Κρήτης, αποκτώντας έτσι το δικαίωμα τα πλοία τους να φέρουν τη σημαία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας.
Τα προνόμια και η διοικητική αυτονομία των Συμαίων είχαν ως συνέπεια την άνθηση της εμπορικής ναυτιλίας, της ναυπηγικής και της σπογγαλιείας, που αποτέλεσαν τους βασικότερους παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης του νησιού. Σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η γεωγραφική θέση της Σύμης, καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο που συνδέει την Κωνσταντινούπολη με την Αίγυπτο. Την εποχή της μεγάλης ακμής της, η Σύμη πρωτοστατούσε στο εξαγωγικό εμπόριο σφουγγαριών της Μεσογείου. Η τεχνική της ναυπηγικής είχε εξελιχθεί σε τέτοιο βαθμό αρτιότητας, ώστε οι συμιακές σκάφες έγιναν πασίγνωστες στον ναυτικό κόσμο. Επίσης, μια σειρά από βιοτεχνικές επιχειρήσεις, όπως η μηχανουργία – σιδηρουργία, η επεξεργασία των σφουγγαριών, η αλευροποιία, η ραπτική, η ξυλουργία και η αργοροχρυσοχοΐα, συμπλήρωναν την εικόνα μιας σφριγηλής οικονομίας, από τις πιο δυναμικές του Αιγαίου. Οι πλούσιοι Συμιακοί των χρόνων αυτών ζούσαν ως μεγαλοαστοί κατά τα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Οι φιλομαθείς νησιώτες δεν έχασαν την ευκαιρία να ιδρύσουν σχολεία, εκμεταλλευόμενοι την ανεκτικότητα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στον τομέα της εκπαίδευσης τον 18ο αιώνα. Συγκεκριμένα, το 1765 ιδρύθηκε η Σχολή της Αγίας Μαρίνας, η οποία θεωρείται μια από τις σπουδαιότερες που έχει να παρουσιάσει ο Ελληνισμός την εποχή αυτή. Τη Σχολή της Αγίας Μαρίνας διαδέχθηκε η Ελληνική Σχολή του Κάστρου. Το 1872 ιδρύθηκε, επίσης, το «Αναγνωστήριο Αίγλη» και τα επόμενα χρόνια πολλοί αξιόλογοι σύλλογοι, με σκοπό την επιμόρφωση των κατοίκων. Οι λόγιοι και οι έμποροι του νησιού δίνουν το στίγμα μιας κοινωνίας μορφωμένης, πλούσιας και επηρεασμένης από την ευρωπαϊκή διανόηση, λόγω των σχέσεων του νησιού με σημαντικές πόλεις και λιμάνια της Ευρώπης. Είναι αξιοσημείωτο δε πως τα χρόνια της ακμής ήταν εξαιρετικά περιορισμένος ο αναλφαβητισμός των ανδρών και των γυναικών, γεγονός που αποδεικνύει το υψηλό πνευματικό επίπεδο του νησιού συγκριτικά με άλλες περιοχές της χώρας.
Η επίδοση των κατοίκων του νησιού στη ναυτιλία και το εμπόριο, αλλά και η αυτονομία που απολάμβαναν, τους ώθησαν να λάβουν μέρος με τα καράβια τους στην επανάσταση του 1821, όμως με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) έμειναν έξω από τα όρια του νέου Ελληνικού κράτους. Η τουρκική κυριαρχία στη Σύμη και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα έληξε όταν τα κατέλαβαν οι Ιταλοί το 1912. Οι αυστηροί περιορισμοί που επέβαλαν οδήγησαν στην απώλεια της οικονομικής ευμάρειας της Σύμης. Ο πληθυσμός του νησιού, που ανερχόταν στις 23.000 κατοίκους την περίοδο της ακμής του, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε μειωθεί δραματικά, λόγω της μετανάστευσης τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό.